ἀσώτων

ἀσώτων
ἄσωτος
having no hope of safety
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ναννάριον — ναννάριον, τὸ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος τι ἀσώτων» 2. ως κύριο όν. Ναννάριον όνομα εταίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποκοριστικό τ. τού νάννας, παράλλ. τ. τών νέννος, νόννος, που δήλωναν τον θείο ή, στον αντίστοιχο θηλ. τ., τη θεία ή τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”